Σβήνει τη ζέστη τα καλοκαίρια και ξαφνιάζει τη θάλασσα σπέρνοντας ρίγη στο στραφταλιστό κορμί της.  Σταματά των τζιτζικιών το επίμονο τερέτισμα. Γίνεται ανήμερο  θεριό που χυμά στα καλντερίμια των νησιών, βρυχάται και ορμά να σηκώσει τη σκόνη. Κι άλλοτε χτυπά με δύναμη τα καμπαναριά στις αναρίθμητες εκκλησιές ή σηκώνει την άμμο να σπαθίσει τα πρόσωπα των κατοίκων τους. Τραμοντάνα. Επειδή έρχεται από τα βουνά. Χαράζει τον δρόμο από τον βορρά των ονείρων τους. Για να χορέψει έναν χορό πάνω στα κύματα και να χαρίσει, πιο ζωντανή, τη διαύγεια του φωτός πάνω στη σάρκα του καλοκαιριού.

 

Τέσυ Μπάιλα